φερετρίου

φερετρίου
φερέτριος
Feretrius
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φερετρεύομαι — Α [φέρετρον] (για τρόπαιο) μεταφέρομαι σε φορείο κατά τη διάρκεια πομπής προς τον ναό τού Φερετρίου Διός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”